Κάθε χρόνο οι τουρίστες προσέγγιζαν το γραφικό νησάκι
θέλαν να γνωρίσουν τον τόπο που έπεσε νεκρή εκείνη
να φωτογραφηθούν στα μέρη που περπάτησε
και να αφήσουν τους ντόπιους να τους διηγηθούν την ιστορία της
Αρχικά ζηλέψαν οι νησιώτες τον άντρα της που την παντρεύτηκε
τέτοια ομορφιά μα να την χαίρεται Αυτός και όχι οι άλλοι;
Και τι ήταν αυτός; Ένας απλός ψαράς
Ε όχι να τους κάνει τέτοιο κακό ένας τέτοιος
Μέρες ο καπετάνιος τον άφηνε απλήρωτο
αλλά άρχιζε μετά την δουλειά να τον κερνάει πιοτό στον καφενέ
Τον κερνούσαν και οι άλλοι , φτωχοί και πλούσιοι
Αρχόντι και δουλικά , όλοι τον κερνούσαν μέχρι το αίμα του να μην μπορεί να ζει χωρίς οινόπνευμα
Μετά τον δανείζαν να συμμετέχει στο κουμάρι
Μα καπετάνιο είμαι απλήρωτος βδομάδες
Έλα μωρέ μούτσε, θα τα βρούμε αυτά κάτσε να παίξουμε τώρα
Και παίζανε , και παίζανε απ το σχόλασμα μέχρι την αυγή
Και κείνη έμενε μονάχη , για μέρες , για βδομάδες, για μήνες
Και κάποια στιγμή σκάσανε τα μαντάτα
Αυτός χρωστούσε σε όλο το χωριο
αλλά σερνόταν και παρακάλαγε για λίγα δανεικά
να παίξει και να πιει, να πιει και να παίξει
Τον απέλυσε και ο καπετάνιος αφού σερνόταν πλέον στους δρόμους
και του ζήτησε και τα δανεικά του επίμονα
ναι, αν τα βαζες στο ζυγι οι χρωστούμενοι μισθοί ήταν πιο λίγοι απ τα δανεικά που του χε δώσει ο καπετάνιος
και κείνη πλέον να τον νιώθει σαν ένα ξένο
Αφού το σπιτικό τους έφτασε στο μήδεν
αφού είχε και παρακάτω η κατρακύλα
την είδε ένα βράδυ με έναν άλλο...
την φιλούσε...
Να πεις πως θόλωσε, ήταν θολωμένος μονίμως απ την σούρα
Κανείς δεν ξέρει αν θύμωσε ή αν έκλαψε
Τον είδαν όμως όλοι να τραβά το μαχαίρι
το καλό , που το χε για να κόβει τους κόμπους που δενε στο ψαροκάικο...κάποτε όταν δούλευε
όταν το ξανάβαλε στην θήκη του ο εραστής της τραυματισμένος κρατούσε τα σωθικά του
και κλαίγοντας έτρεχε στα στενοσόκακα ζητώντας λίγη βοήθεια
ποιος τον γαμεί τον εραστή της
εκείνη είχε σωριαστεί αμίλητη στο πλακόστρωτο
μια λίμνη απ το αίμα της , της έκανε παρέα περιμένοντας να την περιμαζέψουν
και κείνος;
είχε πέσει στα γόνατα μπροστά της και κοιτούσε
κοιτούσε και δεν έπαιρνε το βλέμμα του
απ την τελευταία πράξη του έργου
η ζωή του γύρισε πολλά χρόνια πίσω
τότε που ταν και οι δυο νέοι και κάναν το λάθος να νομίσουν πως μπορούσαν να ζήσουν μαζί αγνοώντας τις πιο σκοτεινές βουλές των καλών ανθρώπων του τόπου τους
και ο τόπος σιγά σιγά γέμισε φωνές
μια λέξη κυριαρχούσε στον αέρα
"Φονιά" , "Φονιά"
μπόρεσαν όλοι τους να του φορτώσουν όλες τους τις αμαρτίες
Το μόνο φως που βρίσκε η σκοτεινίλα της ψυχής τος ήταν στην καταδίκη του φονιά
ναι, για όλα τα κακά της ψυχής τους υπαίτιος ήταν ο φονιάς
η τιμωρία του θα δικαιολογούσε όλα όσα κάνανε
η τιμωρία του θα αιτιολογούσε στην συλλογική συνείδηση πως ορθώς τον σπρώξαν να φτάσει ως εκεί
μετά αυτός λένε αυτοκτόνησε στην φυλακή ή τον σκοτώσαν
κάτι τέτοιο
κανείς δεν νοιάστηκε για τα "πως " και τα "γιατί"
η ιστορία ταξίδεψε
οι Αμερικάνοι άρχισαν να επισκέπτονται τον τόπο του φονιά και της αδικοχαμένης
τι πιο ωραία να βαδίζεις πάνω στο αίμα της κάτω από τον αιγαιοπελαγίτικο ήλιο
μέσα σε γραφικά στενάκια
φορώντας μια παρδαλή βερμούδα και έχοντας μια πετσέτα μπάνιου στην πλάτη και αλατίλα στο δέρμα
τι ρομαντικό δίπλα στο μαγαζί με τα αντηλιακά και τα σουβενίρ να κοιτάς το σημείο που έπεσε νεκρή απ το μαχαίρι του άθλιου φονιά
και τι πιο ωραίο για όλους όσους σπρώξαν το ζευγάρι στην καταστροφή
κάθε καλοκαίρι να διηγούνται την ιστορία
να λεν για την κακιά την ώρα
για το πιοτί που θόλωσε το μυαλό του φονιά
και να βγάζουν σε δυο μήνες μια περιουσία;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου