Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Μάγδα

 

στα  δύσκολα τα χρόνια των παραγκούπολεων

η Μάγδα δεν είχε όπως όλοι που να στεγάσει τα όνειρα της

πως να  ζήσει μια προμελετημένη  διαδρομή ζωής;

όταν της απαγορεύαν να ονειρευτεί  κάτι άλλο;


ο  ένας γείτονας  ήθελε ένα  φορτηγό για την δουλειά

να  τα κονομήσει να  φύγει απ την λασπουριά

η καλύτερη της φίλη   ονειρευόταν έναν  γάμο και μια ζωή σε διαμέρισμα

κάποιος άλλος  να  βρει μια δουλίτσα  και  ας ήταν ότι να ταν


μια ολάκερη  χώρα  μέσα στην χώρα 

ονειρευόταν  την επιβίωση και το φαινομενικό

η Μάγδα  ήθελε  κάτι άλλο

δεν ήξερε τι μα κάτι  διαφορετικό


ήξερε όλα όσα  δεν ήξερε

να ναι αναγκασμένη  βυθισμένη σε μια ζωή μίζερη

να περιμένει να γεράσει και να φύγει;

πνιγόταν , πνιγόταν , πνιγόταν



δεν άντεξε  και  κείνο το βράδυ βγήκε σχεδόν γυμνή στον δρόμο

χαμογελούσε στους περαστικούς

φιλιόταν  με όποιον  ήθελε

περπατούσε  στην παραγκούπολη  για πρώτη φορά  νιώθοντας σαν ελεύθερη


μπράβο Μάγδα, μπράβο κοπελάρα, της φωνάζαν οι άντρες

που βλέπαν ότι δεν  πίστευαν πως θα δουν ποτέ

οι γυναίκες πάλι  βγήκαν  στα περβάζια 

και την βρίζανε


μπράβο Μάγδα, μπράβο Μάγδα

φωνάζαν οι μάγκες και λαμβάναν  ανέξοδα  φιλιά

όμως κάποια  μοδίστρα  φώναξε   την χωροφυλακή

να πιάσουν την κακούργα


και γέμισε η  γειτονιά  με καρακόλια

που ναι η παστρικιά, που ναι η πουτάνα;

χεσμένοι οι μάγκες  με  τα ξεκούμπωτα πουκάμισα και τους  σουγιάδες στο ζωνάρι

ιδρώτας φόβου στα χίλια πρόσωπα  του παγκόσμιου μάγκα


από κεί πήγε κύριε πόλιτσμαν, έστριψε απ την γωνία

μα να καθοδηγεί ο μάγκας ο ζήτως  τον μπάτσο;

ο μάγκας να πειθαρχεί στο καρακόλ;

ο  για μια τιμή  ζούμε  να  ξεπουλά  μισοτιμής  στον χωροφύλαξ;


και να  ναι καλά τα παλικάρια , οι λεβέντες  σκέφτηκε ο ενωμτάρχης

τους ανοίξαν  τα μάτια και φτάσαν στα ίχνη της παστρικιάς

την  εγκλωβίσαν μέσα στο αδιέξοδο

5 αυτοί, μία  αυτή


τότε κατάλαβε  η Μάγδα πως το να  διεκδικείς την ελευθερία  σου  είναι ο ασφαλέστερος τρόπςο για να την χάσεις

χειροπέδες της δείχνανε

φυλακή της λέγαν

δεν θα  ξαναδεί το ήλιο της μέρας  η πουτάνα


που να το  φανταζόταν παστρικιές , πουτάνες και  καρακόλια πως ο μονίμως κουρασμένος Μιχάλης  σχολούσε εκείνη την ώρα

ανηφόριζε  για σπίτι του σκεφτικός

πάντα σκυφτός, πάντα προβληματισμένος, πάντα αμίλητος

πάντα  φτωχός παρά την δουλειά που έριχνε


αντίκρισε 5  στολές να κυκλώνουν  την παστρικιά στο αδιέξοδο

αντίκρισε  γυναίκες στα περβάζια να  πανηγυρίζουν που θα  πιάναν  αυτή που κόλαζε τις επιθυμίες των υποψήφιων  δικών τους  γαμπρών

αντίκρισε  μια στρατιά από λεβέντες, μάγκες που  δουλεύαν  τις μπουνιές και το μαχαίρι περίτεχνα  κα  χουν λουφάξει σε μια γωνιά  σαν φοβισμένα σπουργίτια


δεν σκέφτηκε, κουράστηκε να  δουλεύει και να  σκέφτεται μια  ζωή

όρμηξε  στο αδιέξοδο

σήκωσε ψηλά τα  εργαλεία της  δουλειάς του

σφυριά,  γαλλικα  κλειδιά  , ότι θες

και  τα κατέβασε με δύναμη  στην στολή που εμπόδιζε  την γενιά του να  ονειρευτεί


και όταν ήρθαν και άλλοι  τους νίκησε και αυτούς

και όταν του όρμηξαν οι λεβέντες , οι  ρουφιάνοι  τους απώθησε και αυτούς

μα στο τέλος ήρθαν πάρα πολλοί  και  δεν μπορούσε να τους ξαπλώσει όλους


όταν τον σέρναν απ τα μαλλιά στο χώμα  κανείς δεν ασχολήθηκε με την Μάγδα

το έγκλημα του Μιχάλη ήταν μεγαλύτερο  απ το δικό της

αυτή  δεν τον γνώριζες και κείνος δεν την ήξερε


τον δικάσανε αργότερα, τον κλείσαν σε ένα κελί και πετάξαν το κελί    σε μια τρύπα

μωρέ  άξιζε  για μια  παστρικιά που δεν την  ήξερες καν , τον ρωτούσαν οι  συγκρατούμενοι

τι να τους έλεγε;

αν άξιζε να κάνει αυτό που   ένστικτο και καρδιά τον  κινήσαν   εκείνη την στιγμή;




έριχνε  ψιλόβροχο μετά από χρόνια όταν ανοίξαν τις πύλες  κι τον βγάλανε  έξω

ρουφιάνοι χαφδιέδες που τώρα τους λέγαν εργάτες του δήμου, σκυφτοί, καμπούρηδες μαζεύαν  τα σκουπίδια   απ τον δρόμο και τα αδειάζαν σε κάδους που βρισκόταν πάνω στα κάρα

άδειος ο δρόμος, ποιος να τον περιμένει άλλωστε;

για όλους ήταν ένας εγκληματίας, επειδή έκανε αυτό που  ένιωσε



κάτι αδέσποτα σκυλιά  τον πλησιάσανε κουνώντας την ουρά 

θεέ μου , πόα χρόνια πίσω από τοίχους και κάγκελα είχε να δει σκύλο;

έσκυψε να τα χαϊδέψει και τότε είδε μια γνωστή που δεν την ήξερε

η Μάγδα ήταν εκεί , απέναντι και τον κοιτούσε


βρέχει κοπέλα μου, θα  αρρωστήσεις , της φώναξε ένα  γεροντάκι  απ την αυλή του

τόσα χρόνια έρχεσαι  εδώ και περιμένεις, τι περιμένεις; και δεν βγάζεις και μιλιά

Τι περίμενε; ότι και να περίμενε  το βρήκε 





 








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ένας Πόντιος τιμά δια της τέχνης την γιαγιά του

 Από τον Χρήστο Τσάμη ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΤΗ ΜΑΧΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΞΕΙΝΟ ΠΟΝΤΟ ΓΕΝΝΗΜΕΝΗ ΣΤΟ ΣΟΧΟΥΜ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΤΟ 1930… Η γεροντική άνοια είναι μια ασθένεια που φθείρει την ανθρώπινη ύπαρξη και αλλοιώνει κάθε στοιχείο του ανθρώπου και καταλήγει στο θάνατο. Προσπάθησα να μνημονεύσω κάθε στοιχείο της μορφής της μέσω των αντικείμενων της καθημερινότητάς της. Μέσα από την εικόνα της γιαγιάς μου· από το σώμα–πορτραίτο θέλησα να αποδομήσω και να συνθέσω μια εικόνα οικεία για να αναδομηθεί σε μια εικόνα μνημειακή με δομικά υλικά τις μνήμες και τα βιώματα της παράδοσης και της ταφικής μας τελετουργίας. Τα διάφορα υλικά που έχω χρησιμοποιήσει, κατά κύρια βάση ευτελή, έχουν συμβολικό χαρακτήρα και αντιπροσωπεύουν τη λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου, και τη φθορά των χαρακτηριστικών της μορφής και της συμπεριφοράς της γιαγιάς μου. Λειτουργούν όλα ως προσωπικά αντικείμενα της αποθανούσας γιαγιάς μου Μάχης...

ΠΑΟΚ- Κυπελλούχος Ελλάδος 2021(φωτο-αφιέρωμα)

 

Η αστυνομική οικονομία της κυβέρνησης

Μια οικονομία που υπάρχει   για να συντηρεί  την αστυνομία πριν φάει  τις σάρκες της είναι ικανή να  καταστρέψει το σύνολο της κοινωνίας