Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

las hookeras- η Άννα απ τον Θεσσαλικό κάμπο

 


Το "σπίτι" ήταν στην άκρη της πόλης, στον δρόμο με τις  λάσπες

Αν άνοιγες την εικόνα λίγο θα  βλεπες την γειτονιά με τους φτωχούς, τις φάμπρικες...

Αν άνοιγες λίγο ακόμη την εικόνα θα βλεπες  την πόλη όλη 

Αν την άνοιγες ακόμη περισσότερο θα   διέκρινες το μεγάλο βουνό που δέσποζε σαν φύλακας- προστάτης και τιμωρός- της μεγαλούπολης που έβγαινε  απ τον πόλεμο και τον εμφύλιο και  προσπαθούσε να  βρεί  τον βηματισμό της...


Η  Άννα  δεν είχε  δει ποτέ της  μεγαλούπολη. Γεννημένη και μεγαλωμένη στον  κάμπο , κάπου στην νότια Θεσσαλία γνώριζε μόνο τα  απέραντα   χωράφια  με το μπαμπάκι και το στάρι

Ήξερε πως γεννήθηκε για να  δουλεύει  στου πατερός της τα  κτήματα, να  βγάζει την σοδειά, αυτήν που τους την έτρωγε  για ένα  πιάτο  φακές ο έμπορας κάθε  χρόνο

Ήξερε πως κάποια στιγμή θα ρχόταν η ώρα να παντρευτεί και να  δουλεύει  για τον άντρα της και να του γεννά τα  παιδιά

Αυτό έκανες η  μάνα της, αυτό έκανε η γιαγιά της  αυτό  την προόριζαν να κάνει και  αυτή

Όμως η κατοχή και ο  εμφύλιος σακάτεψαν την χώρα. Βέβαια  μια χώρα δεν γίνεται να  σακατευτεί οπότε  το σακάτεμα μετακύλησε σε ανθρώπους σαν τον πατέρα της Άννας

Δούλευε ολημερίς και  οληνυχτίς  για να  δίνει ότι   βγάζει δωρεάν  στον έμπρα, αυτόν τον παλιό συνεργάτη των Γερμανών  που τόσο εκτιμήσαν  οι Άγγλοι και μετά οι Αμερικάνοι

Τον φίλο του παπά, τον κουνιάδο του δασκάλου, τον ξάδερφο του  δημάρχου, τον αδερφό του ενωματάρχη...

Και  ενώ του τα έδινε όλα  σχεδόν τζάμπα  βρέθηκε να  χρωστάει ακόμη περισσότερα

Αυτή  ήταν η χώρα  τότε


Τα  φέρε  από εδώ , τα φέρε από  εκεί δεν βρέθηκε άλλη λύση. Τα 5 στόματα που τάιζε να γίνουν 4

Πάντρεψε την Άννα με τον Δημητρό, ένα καλό παιδί. Λεβέντη δυο μέτρα, τον καλύτερο του χωριού

Και  η Άννα  βρέθηκε να  δουλεύει απ την  αυγή   ως το σούρουπο  στα χωράφια ξανά μαζί με τον Δημητρό

Εκεί την πιάσαν και οι πόνοι της  γέννας

Δυο φορές  έτρεξε  η μαμή  απ τα διπλανά χωράφια να την ξεγεννήσει 

Έτσι γινόταν τότε

Όμως η χώρα είχε ανάγκες και δεν λογάριαζε  τις γέννες της Άννας οπότε δεν άργησε η στιγμή που και ο Δημητρός   βρέθηκε   χρεωμένος σαν τον πατέρα της

Και  την πόρτα τους  χτύπησε ένας καλοθελητής.

Χρυσοχέρα η Άννα, η ίδια έραψε τα προικιά της και όλο  το χωριό τα ζήλεψε...αυτή στην μεγαλούπολη  στην υφαντουργία θα  βγάλει καλά λεφτά. Άντε  βρε Δημητρό πες το ναι  να ξελασπώσεται

Στην Μεγαλούπολη πάει δεν πάει στην Γερμανία

Μα  μια  γυναίκα μόνη;  έλεγε και ξανάλεγε ο Δημητρός

Ε βρε  χαϊβάνι, και μεις τι κάνουμε; θα την προσέχουμε εμείς και τα καλοκαίρια  θα έρχεστε εσείς ή θα ρχετε αυτή να  την βλεπόσαστε

Για λίγο είναι , μέχρι να ξελασπώσεις  


Έτσι ανέβασε μόνο τα απαραίτητα στο κάρο, ανέβηκε και η ίδια στην καρότσα του  και κίνησε ΄σα στην βροχή για την Μεγαλούπολη




Μ η στα πολυλογώ  , η  υφαντουργία ήταν  το ¨σπίτι" και  δουλειά της ήταν να προσφέρει '|υπηρεσίες"  στους άντρες

Ψίχουλα της  δίνανε όμως  ια  την Άννα  αυτά τα ψίχουλα  ήταν μια περιουσία

Έβαζε στην άκρη και  έστελνε και του Δημητρού


Αυτά τον πρώτο χρόνο

Το καλοκαίρι  πήγε  στο χωριό 

Αγκάλιασε τα μωρά της που χαν γίνει τώρα αγνώριστα.

Αγκάλιασε και τον άντρα της

Όμως μετά από τόσους άντρες που περάσαν από πάνω της δεν ένιωθε τίποτα

Τα βράδια στο σπίτι  δεν κοιμόταν.

Ένιωθε πως  η δουλειά στην πόλη   βοηθούσε τα οικονομικά τους όμως σκότωσε μέσα της αυτό που  ένιωθε πριν φύγει  για το παλικάρι



Δεν έβλεπε την ώρα να περάσουν οι μέρες και να φύγει  για την πόλη

Την 2η  χρονιά  γνώρισε τον Λάμπρου. Εργοστασιάρχη που μεγαλοργούσε μασώντας  το  σχέδιο  Μάρσαλ

40 χρόνια μεγαλύτερος της, με κόρη στην ηλικία  της   κι όμως ο Λάμπρου  την ερωτεύτηκε

Πλήρωσε και την έβγαλε  απ  το "σπίτι", την  αγόρασε  ένα διαμέρισμα

Την μέρα που  έφευγε όλες οι κοπέλες  την αγκαλιάζαν, την φιλούσαν

Ευτυχώς μία  γλίτωσε...

Μόνο η  πρόσφυγας, η  "τουρκάλα" όπως λέγαν την Κιλκισαία  δεν την αγκάλιασε

Την περίμενε  έξω στην βροχή

Δεν ξεφεύγεις Άννα ,  χώνεσαι ακόμη πιο  βαθιά, της είπε, γύρνα στον Δημητρό πίσω

Η Άννα  την αγριοκοίταξε  και έφυγε...η προσφύγισα  ήθελε να της πάρει την θέση, ζήλευε....αυτό σκέφτηκε η Άννα



Τα χρόνια περνούσαν

Τοχωριό δεν ξανάδε την Άννα

Ο Λάμπρου  γλεντούσε την εθνική οικονομία, τα κρατικά ταμεία, τα λεφτά των Αμερικάνων και μαζί και την Άννα

Βασίλισσα την είχε

Με τα ακριβότερη  την έντυνε , με  τα ακριβότερα την τάιζε, στα ακριβότερα κέντρα διασκεδάσεως την πήγαινε

και μόλις την βαρέθηκε  την πέταξε  έξω στον δρόμο

Στις λάσπες άφραγκη

Την  βλέπεις αυτήνανε , έλεγε ο κόσμος, αυτή  κάποτε  γυρνούσε με τα πιο ακριβά ρούχα και κολιέ στα νυχτερινά κέντρα...

Ακόμη και παρέα με τον ανώτατο άρχων την γλέντησε ο Λάμπρου λέγανε  σε ένα απόμερο  χαντάκιέξω απ την πόλη....

Σύρθηκε  ως το "σπίτι"¨μέσα  στις λάσπες...πεινασμένη ξανά όπως την πρώτη φορά , όμως φανερά  μεγαλύτερη

Η τσατσά που την πρώτη φορά της είπε πως σαν κόρη της θα την έχει τώρα της δήλωσε πως η κατάσταση άλλαξε...

θα παίρνει λιγότερα και θα κάνει περισσότερα



πλέον μόνο η σκέψη των παιδιών της  την κράταγε στην  ζωή

δεν τους έστελνε  άλλο λεφτά

και ο Δημητρός μέσες άκρες κατάλαβε...


κάποια στιγμή μπήκαν μέσα στο "Σπίτι" δυο νεαροί

πληρώναν καλά

και την   γλέντησαν παρέα

...μετά της είπαν πως ήταν απ τα μέρη της ,είχαν φίλο τον μικρό της γιό και είχαν δει την φωτογραφία της στο σπίτι του...


όταν επέστρεψαν πίσω όλο το χωριό  είχε μάθει...

έμαθαν και τα παιδιά της

ο μεγάλος  της γιός πήρε μαχαίρι και απλά  έσφαξε τα δυο παιδιά

αλύπητα

χωρίς τύψεις  χωρίς οίκτο

και  διέφυγε...στην Αυστραλία λέγαν πήγε να γλιτώσει

Ο νόμος φόρτωσε τον φόνο στον μικρό

ο  Δημητρός δεν άντεξε και αποτρελάθηκε

γύριζε μέσα στο χωριό παραμιλώντας κουρελής


η Άννα  ένα  βράδυ ενώ  έσπρωχνε  από πάνω της ένας  αμερικάνος ναύτης το πήρε απόφαση...

μόλις  έφυγε  το ναυτάκι  ξεδίπλωσε  το σώμα της στηρίζοντας τον λαιμό της  με ένα σεντόνι  στο κενό απ το παράθυρο  του δωματίου της στο "σπίτι"




Η προσφύγισα  που δούλευε σε κοντινό σπίτι έτρεξε πρώτη και την έλυσε να μην   κρέμεται σε κοινή θέα το κρεμασμένο  σώμα  της

Έκλαψε  

Ίσως ήταν η μόνη  που έκλαψε, οι άλλες ζηλεύαν και νιώθαν δικαιωμένες που δεν  τα  κατάφερε η Άννα

"στο λέγα Άννα, δεν μ άκουσες..." της  ψιθύριζε μέχρι να  φτάσει η  αστυνομία και να την σπρώξουν μακριά











Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΑΟΚ- Κυπελλούχος Ελλάδος 2021(φωτο-αφιέρωμα)

 

Η Αγγλία και οι Βίκινγκς

γράφει ο Ερπετός Vikings invade the isle of Lindisfarne, 793 AD. To 793 μ. Χ. οι Βίκινγκς εισέβαλλαν στο μικρό νησάκι του Lindisfarne, στη βόρειοανατολικη Αγγλία. Το νησί γνωστό και ως Holy Island, ήταν τόπος μοναχισμου, κέντρο του Κελτικου Χριστιανισμου από τον 6ο αιώνα. Τώρα οι μοναχοί ήταν Αγγλοσαξωνες που πλέον είχαν εκχριστιανιστει. Οι Βίκινγκς σκότωσαν τους περισσότερους μοναχούς, λεηλατησαν την εκκλησιαστικη περιουσία και πήραν μέχρι και κάποιους μοναχούς ως σκλάβους. Η επιδρομή στο Lindisfarne που θορυβησε έντονα το τότε χριστιανικό τμήμα της Ευρώπης, είναι η πρώτη μεγάλη στην ιστορία των Βίκινγκς και απαρχή της λεγόμενης εποχής των Βίκινγκς που έληξε με τον εκχριστιανισμο τους τον 11ο αιώνα.

Ο Μαμπάτα εξαγριώνεται με την διαχείρση του convid και τις influencers (video)