Κανείς δεν την γνώριζε
Κανείς δεν ήξερε από που κρατά η σκούφια της
Κανείς δεν την είδε να έρχεται στο νησί, όμως ήταν εκεί
Έμενα στην καλύβα του "ποιητή" 100 μέτρα απ την θάλασσα, μέσα στις ερημιές
Πανέμορφη ήταν. Πολλοί ορκίζοταν πως ήταν γοργόνα ή νεράιδα που βγήκε απ τα νερά ένα πρωινό
Και ζούσε μαζί με τον γκριζομάλλη, ακούρευτο γέρο ποιητή
Τον ζηλεύαν οι συντοπίτες σε βαθμό φθόνου
Πως ήταν δυνατόν μια τόσο μαγευτικά όμορφη γυναίκα να επιμένει να είναι ζευγάρι μαζί του;
Πολλοί νέοι ομορφότεροι του ποιητή νησιώτες την φλερτάραν , της προσφέραν ακόμη και περισσότερα απ όσα μπορούσε να της δώσει ο γέρος που έμενε στην καλύβα και έγραφε ποιήματα , όμως αυτή πάντα ευγενικά τους αρνιόταν
Και τα βράδια τους ακούγαν
Τους ακούγαν - πως να το διατυπώσεις ευπρεπώς τώρα αυτό; Αν εγκλωβιστείς σε ευπρεπείς λέξεις δεν θα αποδώσεις το πραγματικό νόημα και την εικόνα
Σκυλογαμιόταν κάθε βράδυ , μέσα στην καλύβα ή στην αμμουδιά δίπλα στο κύμα και τα βογγητά τους ακούγονταν σε όλο το νησί
Και ο φθόνος τους μεγάλωνε
Μα τι του έβρισκε του βρωμόγερου;
Ψεράδες γυμνασμένοι και νεότεροι, μεσήλικες που βγάζαν αμύθητα ποσά απ τις ενοικιάσεις δωματίων, 2 εφοπλιστές με καταγωγή απ το νησί
Και σε όλους αρνήθηκε ευγενικά την "αγάπη" τους
Το κορίτσι του ποιητή
Κάποιος πέταξε πως ήταν μάγισσα
Αφού δεν μπορούσαν αν την έχουν , βρήκαν μια δικαιολογία να την διώξουν
Πλησιάζαν ένα βράδυ με αναμμένες δάδες την καλύβα
Θα τους εξαϋλώνανε ώστε να εξαγνιστεί ο τόπος απ την αμαρτία
Αμαρτία ήταν "η άρνηση" της να τους δοθεί
Η άρνηση στον τεχνητά ψεύτικο κόσμο τους πάντα βαφτιζόταν αμαρτία
Και θα τους έκαιγαν αν μερικά μέτρα πριν την καλύβα δεν γινόταν εκείνος ο τρομερός σεισμός
Κυλήσαν βράχια απ τα βουνά και τους καταπλακώσαν όλους
Βράχια που κυλήσαν και σταμάτησαν γύρω απ την καλύβα καθιστώντας της πλέον ένα απόρθητο φρούριο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου