Μέσα στην σκηνή της ερήμου στάθηκε γυμνή μπροστά μου
Έκλεισε τα κατάμαυρα μάτια της
όταν τα ξανάνοιξε οι φλόγες τυλίγαν τις γέφυρες του Βοσπόρου
Δεν είχα καμιά δουλειά στα μέρη της
όμως την έψαχνα την νύχτα που χε γίνει μέρα
Μέσα στον κόσμο που έτρεχε και κατέστρεφε χωρίς λύπη
Είδα ανθρώπους πεσμένους στο έδαφος
άντρες και γυναίκες με ξεσκισμένα ρούχα να κλαίνει και να παρακαλάνε για λίγο έλεος
μα πουθενά δεν υπήρχε τέτοιο
΄Ένστολοι, στελέχη, διευθυντές
άντρες και γυναίκες βυθισμένοι στην απόλυτη κόλαση
τώρα κανείς δεν νοιαζόταν για τον πόνο που βιώναν
ο όχλος τους τιμωρούσε με φόντο τις φλεγόμενες γέφυρες
του σέρναν έξω απ τα πανάκριβα σπίτια τους
ή τους αναποδογύριζαν μέσα στα πανάκριβα αμάξια τους
χτυπούσαν τις σάρκες τους και καίγαν αλύπητα τα λεφτά τους
τα σπασμένα κόκαλα τους απλώνονταν παντού στον δρόμο
εκείνη την νύχτα ξαναζωναντανεύαν οι νεκροί αυτού του κόσμου
και γω έτρεχα μέσα στο αφηνιασμένο πλήθος, τον όχλο
τον ιερό όχλο, αυτόν που ανά τους αιώνες όλοι φροντίσαν να δαιμονοποιήσουν
απ τους υπαλλήλου του Δία μέχρι τους πιο προοδευτικούς και επαναστάτες ποιητές
δεν ξεχώριζες τον χούλιγκαν απ την πόρνη, τον τραβεστί απ τον αχθοφόρο
μέσα στα στενά σοκάκια όλοι τους αναπνέαν
παρακαλούσαν αιώνες για λίγη αναπνοή και τους την αρνήθηκαν
τώρα καίγαν τον παλιό κόσμο
τον πετούσαν πάνω στα φλεγόμενα γιοφύρια του Βοσπόρου
και γω έψαχνα να βρω ξανά τα κατάμαυρα μάτια της
και την βρήκα
στην απέναντι όχθη την στιγμή που κατέρρεαν οι γέφυρες
με κοίταξε ξανά όπως τότε
και μετά;
ο ίδιος όχλος που δεν λυπήθηκε κανένα ξεκίνησε να χτίζει ξανά τις γέφυρες
μόνο και μόνο για να βρεθούμε πάνω τους
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου