πριν ξυπνήσει πεσμένη στο έδαφος κάποιου δρόμο στο Ελ Φόρδο
απ την Ασία στην Λατινική Αμερική
απ την μέρα στην νύχτα
άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους
μια Νάντια εγκλωβισμένη σε σώμα άντρα
και οι περαστικοί κοιτούσαν, κοιτούσαν
ποια ήταν η"κινεζούλα" που εμφανίστηκε μέσα στον δρόμο;
έμοιαζε σαν χαμένη
φοβισμένη
κοιτούσε αριστερά
κοιτούσε δεξιά
μιλούσε, ρωτούσε
ποιος μπορούσε να τις δώσει τις απαντήσεις που ήθελε;
μόνο μια γριά κουτσαίνοντας την πλησίασε και τις έδειξε το βάθος του δρόμου...
ήταν οι τρεις γίγαντες που επέλεξαν να παίξουν μαζί της
όπως παίζαν για αιώνες τώρα με τις ζωές των άλλων
δεν είχε άλλη επιλογή η Νάντια που γεννήθηκε σε αντρικό σώμα να περπατήσει ως το τέλο του νυχτερινού δρόμου στο Ελ Φόρδο
να μπει στην πλατεία των γιγάντων
που από ψηλά έμοιαζε σαν Αρένα
να παίξει το παιχνίδι τους
το παιχνίδι που κανείς δεν κέρδισε ποτέ
και τότε είχε μια ελπίδα...
το πλήθος στο Ελ Φόρδο δεν την γνώριζε
όμως συγκεντρώθηκε για να την στηρίξει
κανείς δεν συμπαθούσε τους τρεις γίγαντες
Ο Κέρδος, η Αριστεία και Φόβος
πάντα τους καταπίεζαν
πάντα διαλέγανε τα παιδιά τους για θυσία
μα εκείνο το βράδυ διάλεξαν μια Νάντια , από κάπου μακριά
Ένα χαμογελαστό αγόρι , όπως ηταν και αυτή κάποτε την πλησίασε και της ψιθύρισε
"χρησιμοποίησε όσα έζησες μέχρι σήμερα, στρέψε εναντίων τους όσα έχεις υποστεί και ίσως τους νικήσεις"
Η Νάντια τον άκουσε και ύστερα βάδισε κατευθείαν στο τέλος του δρόμου που έμοιαζε σαν στόμιο μπουκαλιού που κατάπινε τους πάντες πριν τους ξεράσει στην Αρένα των Γιγάντων
Ξεκίνησε να βαδίζει στον μεγάλο διάδρομο πριν το "στόμιο"
Πρώτη σκέψη της ήταν το χωριό της στην ζούγκλα
Στο δεύτερο βήμα σκέφτηκε την πρώτη φορά που ένιωσε γυναίκα
Στο τρίτο βήμα , στο τέταρτο, στο πέμπτο,
την μαφία που την "αγόρασε" απ τον πατέρα της
τους χυδαίους που τους τρέχαν τα σάλια
Τους "πολιτισμένους" των πτήσεων τσάρτερ που πληρώναν καλά
Τον νταβά που κρατούσε τα πάντα και τις έδινε μόνο κατσάδα και απειλές για ξύλο...
Αριστερά και δεξιά
καθώς βάδιζε...
ο κόσμος του Ελ Φόρδο έκλαιγε
τις έδινε κουράγιο αλλά έκλαιγαν...
γιατί ξέραν....
όποιον και να χαν διαλέξει οι τρεις Γίγαντες να μπει στην Αρένα
δεν κατάφερε ποτέ να βγει
Οι τρεις γίγαντες υπήρχαν πολύ πριν καν τους Αζτέκους και τους Ίνκας
υπήρχε όμως και η τοξοβόλος καβαλάρισα
η γυναίκα που διέσχιζε τους ουρανούς πάνω στο άλογο της
η μόνη που φοβόνταν οι Γίγαντες
όμως κανείς στο Ελ Φόρδο δεν την είδε ποτέ
ο θρύλος λέει πως οι τρεις Γίγαντες της στήσαν παγίδα πριν χιλιάδες χρόνια
και την σκότωσαν
και η Νάντια προχωρούσε
βάδιζε
σκεφτόταν , θυμόταν
και βάδιζε
τι ζωή είχε ζήσει;
πως την πείσαν πως ζωή είναι μόνο να δίνει και να χαμογελάει;
ήταν λόγος η φτώχεια της να τους δώσει το δικαίωμα να ζούν οι άλλοι εις βάρος της;
Κοντοστάθηκε μπροστά στο "στόμιο"
Γύρισε και κοίταξε τον κόσμο
κλαίγαν
κλαίγαν κλαίγαν
ήταν οι πρώτοι άνθρωποι
που αν και δεν ήταν δικό τους παιδί
αυτοί κλάιγαν για αυτήν
δεν θυμόταν άλλο δώρο να της έχει κάνει κανείς...
έκανε ένα βήμα και βρέθηκε απ το "στόμιο" στην Αρένα
Αντίκρισε τους 3 Γίγαντες και ήταν σαν να αντικρίζει όλα τα εμπόδια τρης να ζήσει
ο Κέρδος
αυτός που θέλησε να την ξεζουμίσει πριν την πετάξει ξανά πίσω στο χωριό της,
γρια και άσχημη καταφρονεμένη
η Αριστεία
αυτή η σκύλα που δικαιολογούσε τον λόγο που έπρεπε η κάθε Νάντια να αποδέχετε αν όχι να επιζητά την δράση του Κέρδος πάνω στο μυαλό, το σώμα και την ζωή της
και τέλος ο γλυκύτατος Φόβος
αυτός ο ευγενής με τους ωραίους τρόπους
την γλυκιά ομιλία
τα επιχειρήματα
που την έπειθε πως
είτε δεν είναι η ώρα ακόμη να ζητήσει να ζήσει
είτε πως δεν ήταν πρέπον να δυσανασχετεί με όσα ζούσε
Ορθωνόταν μπροστά της τώρα
όντας Γίγαντες
τι ελπίδες είχε μπροστά τους;
δεν την ένοιαζε
τα λόγια του αγοριού πριν την κάναν να θυμηθεί όσα δεν την αφήναν και τώρα ένιωθε πως το μίσος της ήταν μεγαλύτερο απ την δύναμη και των τριών μαζί
ο Φόβος μίλησε μόνο
την παρακάλεσε να μην κάνει κίνηση...
να...συνετιστεί...
να μην κάνει το τέλος της χειρότερο....
η Νάντια όμως αλλά και οι κάτοικοι στο Ελ Φόρδο...
είδαν στον ουρανό μια λάμψη...
κάτι που έμοιαζε σαν φωτιά έσπαγε το μαύρο της νύχτας...
ήταν η φιγούρα μιας γυναίκας , μιας τοξοβόλου καβάλα πάνω σε ένα άλογο....
Κανείς δεν είπε στην Νάντια
πως θα ταν εύκολο
και ο Φόβος πάντα ήταν ειλικρινείς στα λόγια αν και όχι στις προθέσεις του
Οι τρεις Γίγαντες την χτυπούσαν αλύπητα
και αυτή ήταν απλά ένα κοριτσάκι γεννημένη σε σώμα αγοριού
δεν έμαθε ποτέ να παλεύει, να πολεμά
την εκπαιδεύανε μια ζωή να χαμογελά
όμως όσες φορές και αν την ρίχναν κάτω τα χτυπήματα τους
αυτή σηκωνόταν και όρθωνε το μικρό της σώμα απέναντι τους
Ο κόσμος του Ελ Φόρδο απ τις ταράτσες των αποικιακών κτιρίων
Ακόμη ένα χτύπημα
πιο σφοδρό απ το προηγούμενο
ακόμη μια πτώση
πιο επώδυνη από πριν
λίγο σύρσιμό στο έδαφος
στήριγμα στα γόνατα
και ξανά όρθια
και οι φωνές του Φόβου
να μείνει κάτω
να σεβαστεί την ζωή της
ξανά όρθια
ξανά χτύπημα
ξανά πτώση
ξανά όρθια
για πρώτη φορά
η φιέστα θανάτου των Γιγάντων καθυστερούσε τόσο πολύ να λάβει τέλος
για πρώτη φορά βλέπαν τόσο μίσος σε ένα βλέμμα
ο κόσμος απ τις στέγες τώρα φώναζε
ρυθμικά και λατινικά
"Νάντια -Νάντια"
ρυθμικά και λατινικά...
αυτά τα δυο δεν μπορούσε ςποτέ να τα ξεχωρίσεις
Στην τελευταία επίθεση
οι τρεις Γίγαντες χτυπήσαν μαζί με όλη τους την δύναμη
Η Νάντια σωριάτηκε κάτω
Σύρθηκε αρκετά πριν στηριχτεί ξανά
πρώτα στις παλάμες
μετά στα γόνατα και σταθεί όρθια τρεκλίζοντας
Κοίταξε στις ταράτσες και έκανε νόημα με τα χέρια φωνάζοντας
στην γλώσσα της
'"Φωτίστε επιτέλους το σκοτάδι
Δώστε φως στο μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στην νύχτα"
Χιλιάδες πυρσοί ανάψαν αμέσως απ τις στέγες
Χιλιάδες φωτιές δίναν ένα κόκκινο χρώμα στην ατμόσφαιρα
η Νάντια έπιασε τον εαυτό της να νιώθει σαν ροκ σταρ
Χαμογέλασε μπροστά στους Γίγαντες
σαν παιδάκι τους ξεστόμισε
"gots ya bitches"
το χε ακούσει κάπου και το πε
της άρεσε...
και ήταν ωραίο να επινοούσε τώρα τον εαυτό της
έτσι όπως ήθελε αυτή
για πρώτη φορά
Απ τους ουρανούς τρία βέλη διέσχισαν τον χρόνο, τον χώρο και τις εμπειρίες της Γης
Από τον Χρήστο Τσάμη ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΤΗ ΜΑΧΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΞΕΙΝΟ ΠΟΝΤΟ ΓΕΝΝΗΜΕΝΗ ΣΤΟ ΣΟΧΟΥΜ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΤΟ 1930… Η γεροντική άνοια είναι μια ασθένεια που φθείρει την ανθρώπινη ύπαρξη και αλλοιώνει κάθε στοιχείο του ανθρώπου και καταλήγει στο θάνατο. Προσπάθησα να μνημονεύσω κάθε στοιχείο της μορφής της μέσω των αντικείμενων της καθημερινότητάς της. Μέσα από την εικόνα της γιαγιάς μου· από το σώμα–πορτραίτο θέλησα να αποδομήσω και να συνθέσω μια εικόνα οικεία για να αναδομηθεί σε μια εικόνα μνημειακή με δομικά υλικά τις μνήμες και τα βιώματα της παράδοσης και της ταφικής μας τελετουργίας. Τα διάφορα υλικά που έχω χρησιμοποιήσει, κατά κύρια βάση ευτελή, έχουν συμβολικό χαρακτήρα και αντιπροσωπεύουν τη λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου, και τη φθορά των χαρακτηριστικών της μορφής και της συμπεριφοράς της γιαγιάς μου. Λειτουργούν όλα ως προσωπικά αντικείμενα της αποθανούσας γιαγιάς μου Μάχης...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου