Ένα στενό και σκοτεινό υγρό στενάκι
Ακουμπισμένος καθιστά στον τοίχο ένας άντρας με λιγδιασμένο μαλλί
Μέσα απ τα δερμάτινα ρούχα του βγάζει το σακουλάκι με το άσπρο δηλητήριο
Το κοιτά
Ένα κλικ τον χωρίζει απ το να το ανοίξει και να βιώσει την γεύση του θανάτου
Δεν νιώθει να χει νόημα να συνεχίζει να ζει μετά την κατάρρευση όλων
Ξαφνικά η πόλη, οι φίλοι, η αγάπη του, οι γνωστοί , ο εαυτός του
Έγιναν όλοι ξένοι
Ξένος μέσα στην ίδια του την πόλη
Το βλέμμα του σκοτεινό, κενό
Οι διαβάτες στον δρόμο που τον αντίκριζαν το νιώθαν
Το νιώθε και αυτός στο βλέμμα τους
Πατούσε στο τίποτα
Και κουβαλούσε το άσπρο σακουλάκι
Μια απόφαση ήταν...
Το άνοιγε και τις έδινε
όλα τελειώναν
Πλησίασε το καρτοτηλέφωνο
Σχημάτισε τον αριθμό της
Απ την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε το γνωστό
'παράτα με"
Άφησε το ακουστικό απαλά στην θέση του
Βγήκε περπάτησε μερικά βήματα
Επέστρεψε πάλι πίσω.
Έβγαλε το ακουστικό απ την θέση του και ξεκίησε να το χτυπά με δύναμη στην συσκευή
Πως ζει κάποιος όταν πέφτει στο πουθενά;
Πως βρίσκει κουράγιο και νόημα να συνεχίζει;
Υπάρχει κουράγιο και νόημα;
Πόσο ήθελε να βρει δύναμη να ανοίξει το σακκουλάκι
πόσο ήθελε να κουβαλά ένα πιστόλι
πόσο ήθελε να βρει δύναμη να πηδήξει από μια ταράτσα
Ξανά στο σκοτεινό υγρό στενάκι
Ξανά τσάρκα στην κακόφημη πλευρά της πόλης
Ξανά στραβές ματιές στους ανθρώπους που δεν έπρεπε- και αυτοί σαν να τον νιώθαν και να του επιτρέπαν να ναι ο μόνος που θα τους κοιτά αγριεμένος
Νύχτες και μέρες
Με χιλιόμετρα πολλά
Άλλοι τα κάνουν διασχίζοντας την χώρα, αυτός διέσχιζε την πόλη
ο εαυτός του του λεγε να περιμένει
θα το θυμηθεί
μα εκείνη τον ξεχνούσε
όταν περνάς ωραία είναι λογικό να ξεχνάς τους μόνους
η πόλη έκαιγε όμως αυτός ένιωθε σαν να ζει στην ρώσικη παγωνιά της Μόσχας
Σταδιακά η πόλη έγινε η Μόσχα του
οι άλλοι μετατράπηκαν στους επίδοξους εισβολείς της
πατήσαν στα προάστια αλλά δεν θα περνούσαν στο κέντρο
ποιος θα εμπόδιζε τις στρατιές τους;
μόνο ένας αυτός
δεν είναι έτσι όμως
όποιος ξεκινά το αδύνατο σταδιακά βρίσκει ατομικότητες που δένονται και γίνονται μια συμπαγής δύναμη
η Μόσχα του έγινε το βασίλειο του
το βασίλειο του μετατράπηκε σε μια γιορτή λαϊκής γιορτής
οι νύχτες [πλέον ήταν λαθραίες
με αλκοόλ και ξύλο
ξύλο και σκέψη
σκέψη και περισυλλογή
δεν υπήρχε χρόνος για παραίτηση
υπήρχαν μόνο νύχτες που έπρεπε να ζήσεις
Μοσχοβίτικες παγωμένες και ζεστές νύχτες
πολλοί που νόμιζαν πως κάτι είναι
σήμερα γερνανε και βλέπουν εφιάλτες απ την εποχή που βιώναν την οργή των απόκληρων
μπορεί να λεν πολλέςς ιστορίες από την νεότητα τους στα παιδιά τους
θα αποφεύγουν όμως να αναφέρουν πως τους γονάτισαν τα απόκληρα παιδιά μιας κοινωνίας που συνεχώς άλλαζε προς το χειρότερο
ώρες ώρες
τα βράδια σήμερα η μοναξιά εκείνης της εποχής επιστρέφει
δεν σου πνίγει τον λαιμό όπως τότε
κοιτάς την εποχή εκείνη με αγάπη
ήταν η εποχή που σημάδεψες τον κόσμο
και πάτησες την σκανδάλη
αυτός ο κόσμος τους από τότε σαν λαβωμένο θηρίο
χτυπά και επιτίθεται με μίσος
οι απόκληροι όμως ξέρουν πως να τον αποτελειώσουν
απλά πειρένουν
να ξανάρθουν εκείνες οι Μοσχοβίτικες νύχτες
όταν συμβεί θα το καταλάβεις απ την μυρωδιά του σκοταδιού
σε μια πόλη που είναι Βαρκελώνη, Μόσχα, Κόσσοβο Πόλιε και Χέρσωνα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου